σιλεντιαρίκιον

σιλεντιαρίκιον
και σελενταρίκιν, τὸ, Μ
προθάλαμος στο παλάτι όπου παρέμεναν οι σιλεντιάριοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιλεντιάριος + κατάλ. -ίκιον (< λατ. -icium)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”